διαφανῶν

διαφανῶν
διαφαίνω
show through
fut part act masc nom sg (attic epic doric)
διαφανής
translucent
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αχάτης — Ορυκτό το οποίο αποτελείται από διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), παραλλαγή του χαλκηδονίου. Ονομάζεται και ταινιωτός χαλκηδόνιος, γιατί χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή διαφανών και αδιαφανών ζωνών που συνθέτουν διάφορα σχήματα. Χρησιμοποιείται ως… …   Dictionary of Greek

  • διάχυση — Η έκχυση, η διασκόρπιση αλλά και η φθορά· η χαλάρωση ή η εύθυμη εκδήλωση. (Ιατρ.) Τεχνική για την αφαίρεση ουσιών από το αίμα με χρήση μιας μεμβράνης, μέσω της οποίας διέρχονται οι διάφορες ουσίες με διαφορετικούς ρυθμούς. Η διαδικασία… …   Dictionary of Greek

  • διαθλαστικότητα — η η ιδιότητα τών διαφανών σωμάτων να προκαλούν διάθλαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον λόγιο τ., διαθλαστικότης, μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα] …   Dictionary of Greek

  • εξάνθηση — Η αποβολή νερού από ορισμένους ένυδρους κρυστάλλους, όταν εκτεθούν στον αέρα, και ο σχηματισμός σκόνης πάνω στην επιφάνειά τους. Η ε. ενός ένυδρου κρυσταλλικού άλατος συντελείται, όταν στη συνηθισμένη θερμοκρασία η τάση των ατμών του νερού στον… …   Dictionary of Greek

  • επιδιασκόπιο — το προβολέας για εικόνες διαφανών και αδιαφανών αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο. Μεταφορά στα Ελλ. του ξεν. όρου epi dia scope < επί + δια σκόπιο (< διασκοπώ)] …   Dictionary of Greek

  • κρεπ — και κρέπι, το 1. ακατέργαστο καουτσούκ κιτρινόλευκου χρώματος, το οποίο λαμβάνεται ύστερα από αποξήρανση θρομβωθέντος ελαστικού γαλακτώματος στον θερμό αέρα και χρησιμοποιείται για την κατασκευή πελμάτων υποδημάτων και ως πρώτη ύλη από ελαστικό… …   Dictionary of Greek

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκολέων — (myrmeleon formicarius). Έντομο της οικογένειας των μυρμηκολεοντιδών της τάξης των νευροπτέρων. Όταν πάρει την οριστική όψη του ο μ. έχει μήκος 4 εκ., κοιλιά μακριά και λεπτή και δύο ζεύγη διαφανών πτερύγων που το κάνουν να μοιάζει με τις… …   Dictionary of Greek

  • ορικός — (I) ή, ό (Α ὁρικός, ή, όν) [όρος (Ι)] νεοελλ. φρ. α) «ορική γωνία» φυσ. η ελάχιστη γωνία πρόσπτωσης μιας φωτεινής ακτίνας πάνω στη διαχωριστική επιφάνεια δύο διαφανών οπτικών μέσων, ώστε να διαθλαστεί, κινούμενη στη συνέχεια παράλληλα προς την… …   Dictionary of Greek

  • πλαγιόκλαστο — το, Ν (ορυκτ.) ονομασία που δίνεται στα μέλη μιας σειράς πολύ διαδεδομένων ορυκτών τής ομάδας τών αστρίων, τα οποία απαντούν συνήθως με τη μορφή ανοιχτόχρωμων υαλωδών, διαφανών ώς ημιδιαφανών, εύθρυπτων κρυστάλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”